- ἀποκλίνοντες
- ἀποκλί̱νοντες , ἀποκλίνωturn offpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… … Dictionary of Greek
Μισισιπής — (Mississippi). Υδρογραφικό σύστημα (συνολικό μήκος 5.970 χλμ., λαμβανόμενο από την πιο απομακρυσμένη πηγή του Μισούρι, τη Ρεντ Ροκ Τζέφερσον). Σχηματίζεται από τον μέσο και κατώτερο ρου του Μισισιπή και από τον ρου του Μισούρι, του μεγαλύτερου… … Dictionary of Greek